κατέβασμα

κατέβασμα
το
[κατεβάζω]
1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα»)
2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων»)
3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο»)
4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης, απώλεια σεβασμού
5. κήλη, σπάσιμο, κατεβασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατέβασμα — το, ατος 1. κατάβαση, κάθοδος: Στο κατέβασμα της σκάλας γλίστρησε. 2. υποβίβαση, υποτίμηση: Με το κατέβασμα της τιμής του πετρελαίου πολλά πράγματα φτηνύνανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα …   Dictionary of Greek

  • αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε …   Dictionary of Greek

  • επίπτωση — η (AM ἐπίπτωσις) [επιπίπτω] έφοδος, επίθεση νεοελλ. 1. συνἐπεια, επακόλουθο 2. επιβάρυνση 3. (πυρ. φυσ.) «ραδιενεργός επίπτωση» η ραδιενεργός σκόνη και οι άλλες ουσίες που επιστρέφουν στην επιφάνεια τής γης μετά από μια πυρηνική έκρηξη μσν. πτώση …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • κάθεσις — κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι] 1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.) 2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.) 3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος 4.… …   Dictionary of Greek

  • κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… …   Dictionary of Greek

  • καθίμησις — καθίμησις, ἡ (Α) [καθιμώ] κατέβασμα με σχοινί («καθίμησις ἡ ὑπὲρ τὸ τέγος εἱς τὴν οἱκίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… …   Dictionary of Greek

  • κατάβα — (I) κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ) κατέβασμα, κάθοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. τού καταβαίνω]. (II) κατάβα (Α) (ποιητ. τ. β εν. προσ. προστ. αορ. β αντί κατάβηθι) κατέβα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”